- προνοησία
- ἡ, Α [προνοητής]1. η πρόνοια2. το αξίωμα τού προνοητή, δηλαδή τού κυβερνήτη, τού διοικητή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προνοησίαν — προνοησίᾱν , προνοησία office of administrator fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)